θεοκρατικός

θεοκρατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεοκρατία
2. ο οπαδός τής θεοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη θεοκρατία: Θεοκρατική αντίληψη για την εξουσία. – Θεοκρατικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεαρχικός — ή, ό (AM θεαρχικός ή, όν) [θεαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεαρχία, ο κατ εξοχήν θείος νεοελλ. αυτός που ασπάζεται τη θεαρχία ως πολίτευμα, ο θεοκρατικός. επίρρ... θεαρχικῶς (AM) με θεαρχικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • Τούκερ, Mπέντζαμιν — (Tucker, 1854 – ;). Αμερικανός θεωρητικός του αναρχισμού. Από το 1872 μέχρι το 1874 σπούδασε τεχνολογία στη Βοστώνη, όπου γνωρίστηκε με τον Ιωσία Γουόρεν. Αργότερα ταξίδεψε στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το 1877 διηύθυνε την εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”